ξεκούμπισμα

ξεκούμπισμα
το выпроваживание, изгнание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεκούμπισμα" в других словарях:

  • ξεκούμπισμα — το διώξιμο, απομάκρυνση …   Dictionary of Greek

  • ξεκούμπισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεκουμπίζω, απομάκρυνση, διώξιμο, αποχώρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκδίωξη — η απομάκρυνση, διώξιμο, ξεκούμπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοστρακισμός — ο 1. η εξορία με οστρακισμό (βλ. λ.). 2. μτφ., απόρριψη, απομάκρυνση, εξοβελισμός, ξεκούμπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»